διαπολεμῶ

διαπολεμῶ
διαπολεμέω
carry a war through
pres subj act 1st sg (attic epic doric)
διαπολεμέω
carry a war through
pres ind act 1st sg (attic epic doric)
διαπολεμέω
carry a war through
pres subj act 1st sg (attic epic doric)
διαπολεμέω
carry a war through
pres ind act 1st sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • διαπολεμώ — διαπολεμῶ, έω (AM) 1. τερματίζω τον πόλεμο 2. εξακολουθώ τον πόλεμο, πολεμώ ασταμάτητα 3. δαπανώ χρήματα για τον πόλεμο …   Dictionary of Greek

  • προσδιαπολεμώ — έω, Α επιτυγχάνω ένα ακόμη πολεμικό κατόρθωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + διαπολεμῶ «διεξάγω επιτυχώς έναν πόλεμο»] …   Dictionary of Greek

  • συνδιαπολεμώ — έω, Α πολεμώ ασταμάτητα με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + διαπολεμῶ «πολεμώ ασταμάτητα»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”